τρίδυμο

τρίδυμο
Εγκεφαλικό νεύρο της πέμπτης συζυγίας, το κυρίως αισθητικό και κινητικό νεύρο του κεφαλιού. Το νεύρο αυτό ξεκινά από την εγκεφαλική γέφυρα, φτάνει στο λιθοειδές οστό του κροταφικού, όπου διογκώνεται σε παχύ γάγγλιο με μηνοειδές σχήμα από το οποίο χωρίζεται σε 3: στο οφθαλμικό νεύρο, το οποίο μέσα στην οφθαλμική κόγχη υποδιαιρείται στο μετωπιαίο, το δακρυϊκό και το ρινικό, το άνω γναθικό και το κάτω γναθικό. Τα νεύρα αυτά έχουν πλήθος νευρικούς κλώνους, με τη βοήθεια των οποίων περισυλλέγονται οι αισθητικές εντυπώσεις. Οι κινητικοί κλώνοι που ξεκινούν από το κάτω γναθικό νεύρο συντελούν ώστε να υποβοηθείται η λειτουργία των μασητήριων μυών. Η κυριότερη πάθηση του τ. είναι οι νευραλγίες του τ. που πολλές φορές είναι ανυπόφορες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νευραλγία — Έντονος πόνος, συνήθως παροξυστικός, που εντοπίζεται στο πεδίο διανομής αισθητικών ή μεικτών νεύρων. Ανάλογα με το νεύρο που προσβάλλεται, η ν. καλείται μεσοπλεύρια, ισχιαλγία, ν. τριδύμου κλπ. Είναι σύνδρομο που προκαλείται από διάφορα αίτια,… …   Dictionary of Greek

  • τρίδυμος — η, ο / τρίδυμος, ον, ΝΑ 1. αυτός που γεννήθηκε μαζί με δύο άλλους κατά τον ίδιο τοκετό 2. τριπλός 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τρίδυμα τρία παιδιά που γεννήθηκαν μαζί κατά τον ίδιο τοκετό νεοελλ. 1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι τρίδυμοι τα τρίδυμα …   Dictionary of Greek

  • κρανιακά νεύρα — Ονομασία 12 ζευγών νεύρων που ξεκινούν από την πρόσθια επιφάνεια του στελέχους του εγκεφάλου και, μέσα από ειδικές οπές του κρανίου, φτάνουν μέχρι τα όργανα και τους ιστούς της κεφαλής και του τραχήλου και τα νευρώνουν. Από αυτά μόνο ένα, το… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Αργοστολίου — Το κτίριο όπου στεγάζονται τα σημαντικότερα αρχαιολογικά ευρήματα της Κεφαλλονιάς θεμελιώθηκε το 1957 (Βεργώτη 6), αντικαθιστώντας το παλαιότερο κτίριο, που είχε καταστραφεί από το μεγάλο σεισμό του 1953. Ανακαινίστηκε πλήρως το 1999. Η… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Πόλης Χρυσοχού (Κύπρου) — Το μουσείο εγκαινιάστηκε τον Νοέμβριο του 1998 ως το τελευταίο από τα έξι συνολικά επαρχιακά αρχαιολογικά μουσεία της Κύπρου (λεωφόρος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’). Περιλαμβάνει ευρήματα από την περιοχή της αρχαίας πόλης του Μαρίου, η οποία τον 3ο… …   Dictionary of Greek

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

  • τρίδυμος — η, ο 1. τριπλός: Τρίδυμο νεύρο. 2. αυτός που γεννήθηκε με δύο άλλους στον ίδιο τοκετό. 3. το αρσ. και το ουδ. ως ουσ., τρίδυμοι οι, τρίδυμα, τα, τρία αδέρφια που γεννήθηκαν στον ίδιο τοκετό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”